- φανατικώς
- και φανατικά Νεπίρρ. βλ. φανατικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φανατικός — ή και ιά, ό, Ν 1. αυτός που διακατέχεται από φανατισμό 2. (κατ επέκτ.) τυφλά, αλόγιστα εμπαθής, αδιάλλακτος («είναι πολύ φανατικός σε ό,τι υποστηρίζει»). επίρρ... φανατικώς και φανατικά Ν με φανατικό τρόπο, με φανατισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη… … Dictionary of Greek